- προδιάθεσις
- προδιάθεσιςpredispositionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιαθέσεις — προδιάθεσις predisposition fem nom/voc pl (attic epic) προδιάθεσις predisposition fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιάθεσιν — προδιάθεσις predisposition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με … Dictionary of Greek